ὀσμή — smell fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οσμή — η (Α ὀσμή και επικ. τ. ὀδμή) το ευχάριστο ή δυσάρεστο αίσθημα τής όσφρησης, ευώδης ή δυσώδης απόπνοια πράγματος, μυρωδιά (α. «πικρὸν ἀποπνείουσα ἁλός... ὀδμήν», Ομ. Οδ. β. «ὡς καλὴν ὀσμὴν ἔχει», Ευρ.) νεοελλ. 1. (βιοχ. χημ.) η ιδιότητα διαφόρων… … Dictionary of Greek
οσμή — η η μυρωδιά: Δυσάρεστη οσμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀσμῆι — ὀσμῇ , ὀσμάομαι smell at pres subj mp 2nd sg (doric) ὀσμῇ , ὀσμάομαι smell at pres ind mp 2nd sg (doric) ὀσμῇ , ὀσμάομαι smell at pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ὀσμῇ , ὀσμάομαι smell at pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ὀσμῇ , ὀσμή smell fem dat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οσμίζομαι — [οσμή] 1. μυρίζω, οσφραίνομαι κάτι 2. μτφ. προαισθάνομαι, υποπτεύομαι, αντιλαμβάνομαι … Dictionary of Greek
ὀδμαῖς — ὀσμή smell fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδμαί — ὀσμή smell fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδμῆς — ὀσμή smell fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδμῇσι — ὀσμή smell fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδμῇσιν — ὀσμή smell fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)